-
1 περιέχω
περιέχω fut. 3 pl. περιέξουσιν TestSol 8:7; 2 aor. περιέσχον (Hom.+)① to enclose on all sides, surround, encircleⓐ of things, one of which surrounds the other (Pla. et al.; SIG 685, 75; 1169, 20 τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον; Job 30:18; Ath. 6, 1) of water τὴν γῆν flow around the earth 1 Cl 33:3.ⓑ of persons, encircle w. hostile intent (Hdt. et al.; oft. LXX) περιέσχεν με συναγωγὴ πονηρευομένων B 6:6 (Ps 21:17).② to take hold of completely, fig. ext. of 1: of circumstances, emotions, moods, that seize, come upon or befall someone w. acc. of pers. (PTebt 44, 8 [114 B.C.] χάριν τῆς περιεχούσης με ἀρρωστίας; 2 Macc 4:16; 3 Macc 5:6; Jos., Bell. 4, 585; 6, 182; Mel., P. 30, 203 συμφορά) θάμβος περιέσχεν αὐτόν amazement seized him, i.e. he was amazed Lk 5:9 (cp. Da 7:28 ἐκστάσει περιειχόμην).③ to have someth. as content, contain of a documentⓐ trans., w. acc. (Diod S 2, 1, 1; Jos., C. Ap. 1, 39; 2, 37; 276; SIG 683, 12f [140 B.C.] ἐπιστολὰν περιέχουσαν τὰν κρίσιν; BGU 1047 III, 11; PGiss 57, 1) ἐπιστολὴν περιέχουσαν τάδε Ac 15:23 D. ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον 23:25 v.l. Cp. Pol 13:2. ἱστοριαν … ἢν τὸ καθʼ Ἑβραίους εὐαγγέλιον περιέχει Papias (2:17).ⓑ intr. (SIG 685 [139 B.C.], 21 καθότι τὰ γράμματα περιέχει; 41; 730, 31 [I B.C.]; 820, 11; POxy 95, 33 [95 B.C.]; BGU 19, 10 περιέχων οὕτως; 191, 8; 10; 1 Macc 15:2; 2 Macc 11:16 τὸν τρόπον τοῦτον=οὕτως 2 Macc 11:22; TestLevi 10:5) περιέχει ἐν γραφῇ it stands or says in the scripture 1 Pt 2:6 (ἐν as Jos., Ant. 11, 104; the quot. foll. as SIG 685, 51).—B-D-F §308; Rob. 800. M-M. -
2 περιέχω
περιέχω, also [suff] περιεργ-ίσχω, Th.5.71; [dialect] Aeol. [full] περρέχω Sapph.Supp.25.9, Theoc.30.3: [tense] fut. περιέξω (andAπερισχήσω Th.5.7
): [tense] aor. περιέσχον, inf. περισχεῖν: [tense] aor. [voice] Med. περιεσχόμην, inf. περισχέσθαι :—encompass, embrace, surround, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Lys.7.28;ἡ περιέχουσα [πέλαγος] γῆ Pl.Ti. 25a
, cf. Arist.Mete. 354a6;γραμμαὶ περιέχουσαι τὸ χωρίον Pl.Men. 85a
, cf.Arist.Mech. 851a14;ἡ περιέχουσα [ἶρις] Id.Mete. 375a31
;τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον IG42(1).122.21
(Epid.); τὸ περιέχον the envelope of a seed, Thphr.HP1.11.1.b esp. of that which encompasses the earth or the universe, τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ π. Anaxim.2;ὁ περὶ χθόν' ἔχων αἰθήρ E.Fr. 919
(s.v.l.), cf. Thphr.CP3.17.4; , cf. 33b; τὸ περιέχον the environment, Epicur.Nat.79 G.,al., Plot.2.3.14;τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν Str. 16.2.35
; ὁ περιέχων ἀήρ ἠήρ) Hp. Lex 3, Arist. Mete. 379a28, D.H.3.47, Plu.2.333f, etc.; ὁ περιέχων alone, Id.Cor.38; but usu. τὸ περιέχον, Anaxag.2, Arist.Juv. 468a3, Ptol.Phas.p.10 H., S.E.M.8.286; τὸ ἄπειρον καὶ τὸ π. Arist.GC 332a25, cf. Ph. 253a13, 259b11;φαμὲν τὸ μὲν π. τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Id.Cael. 312a12
, cf. Ph. 211b12.c τὸ π. the atmosphere, Plb.1.37.9, D.S.4.38, etc.; δυσκρασίαι τοῦ π. Plu.Alex.58.2 embrace, τινὰ ταῖς χερσίν Id Ant. 79, cf. Alex.51, Philostr.VS2.5.3;πατρὸς περὶ ἔχοντος Simon. 115.1
.3 surround so as to guard, Plu.Caes.16, etc.:—but, [voice] Pass., to be shut in, beleaguered, Hdt.8.10; ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ ib.79; πανταχόθεν ib.80, cf. X.Cyr.7.1.24 : metaph., to be hard pressed, Men. Epit. 289;περισχομένη κακότητι A.R.3.95
.4 embrace, comprise, comprehend, Pl.Men. 87d, etc.;πλείω γένη Arist.Pol. 1285a2
;περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ πάντα Pl.Prm. 145c
; contain,βίβλος π. τὰς πράξεις D.S.2.1
;λόγος π. ἐγκώμιον Men.660
; of a letter, J.AJ12.4.11: impers., περιέχει ἐν γραφῇ, folld. by a quotation, 1 Ep.Pet.2.6; καθὼς ἡ ὠνὴ π. as is contained in the deed of sale, Supp.Epigr.3.421.33 ([dialect] Locr., ii A.D.).b in Logic, τὸ περιέχον universal, opp. τὰ περιεχόμενα, the individuals or particulars, Arist.Metaph. 1023b27, cf. APr. 43b23; ὀνόματα περιέχοντα generic terms, Id.Rh. 1407a31; καλοῦσι δ' αὐτοὺς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος from the generic name, Ath.7.309a.5 Math., ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός] the product of two numbers, Euc.7 Def.19; but π. ἑαυτόν, of a number of which a higher power terminates in the same digit, Theol.Ar.33.6 τὸν ἔλεγχον π. to be involved in, open to criticism, Phld.Rh.1.49 S.II surpass, excel, πάντα περρέχοισ' ἄστρα, of the moon, Sapph. Supp.25.9; overcome, gain the victory or advantage, Th.5.7,8.105.III [voice] Med., hold one's hands round or over another: hence, protect, defend, c. gen. pers., περίσχεο ([dialect] Ion. imper. [tense] aor. 2 [voice] Med.)παιδὸς ἐῆος Il.1.393
: c. acc.,οὕνεκά μιν περισχόμεθα Od.9.199
.2 hold fast by, cling to, c. gen.,γούνων περισχομένη A.R.4.82
(but c. acc.,περίσχετο γούνατα χερσίν Id.3.706
);περιίσχετο κούρης Mosch.2.11
: hence, cleave to, be fond of a person or thing, , cf. 3.53, 5.40, 7.39, 160, etc.; τὠυτοῦ περιεχόμεθα we are compassing, aiming at the same end, Id.3.72, cf. Plu.Them.9; κρίσιν.. ἧς μᾶλλον περιέχομαι on which I place more reliance, Alciphr.2.4.3 rarely c. inf., περιείχετο.. μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν clung to his resolution that they should stay and not leave their post, Hdt.9.57.IV [dialect] Aeol. περρέχω, = ὑπερέχω, ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις, i.e. every inch of his stature is grace, Theoc.30.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιέχω
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek